- νεογνόν
- νεογνόςmasc/fem acc sgνεογνόςneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποσπώ — άω, Α [σπάω / σπῶ] 1. αποσπώ, αφαιρώ κάτι από κάτω («ποίμνης νεογνὸν θρέμμ ὑποσπάσας», Ευρ.) 2. αποσύρω κάτι κρυφά 3. μέσ. ὑποσπῶμαι, άομαι αποσπώ κάτι και τό σύρω προς το μέρος μου … Dictionary of Greek